νυχοποδαράτος

νυχοποδαράτος
-η, -ο
αυτός που έχει γυριστά νύχια στα πόδια: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυχοποδαράτος — η, ο [νυχοπόδαρα] (για αρπακτικά πτηνά) αυτός που έχει μεγάλα και γαμψά νύχια …   Dictionary of Greek

  • σκαλτσάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φορεί κάλτσες, καλτσάτος 2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει μακριές τρίχες ή μεγάλο φτέρωμα πάνω στο πέλμα τού ποδιού («αϊτός σκαλτσάτος, νυχοποδαράτος», δημ. αίνιγμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλτσα + κατάλ. άτος (πρβλ. σκουφ… …   Dictionary of Greek

  • νυχάτος — η, ο 1. αυτός που έχει νύχια γυριστά, γαμψά: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος, περπατεί καικρίνει τη δικαιοσύνη (αίνιγμα). 2. το ουδ. ως ουσ., νυχάτο είδος, ποικιλία σταφυλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”